μέρμιθα

μέρμιθα
η
(Α μέρμις, -ιθος και μέρμιθα)
σχοινί, τριχιά, σπόγγος
νεοελλ.
το σχοινί που χρησιμεύει για το ράψιμο τών ιστίων τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθημα -μι- τής λ. μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τού τ. ἕλμινς*, λίμινθες*, ενώ είναι πιθανό να έχει παραχθεί με διπλασιασμό (πρβλ. μηρύω, μήρινθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέρμιθα — μέρμῑθα , μέρμις cord fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερμιθουργός — ο αυτός που κλώθει τη μέρμιθα, σχοινοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμιθα «σχοινί» + ουργός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • μέρμιθος — ο (Α μέρμιθος) η μέρμιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέρμις, ιθος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μέρμις — μέρμις, ιθος, ἡ (Α) βλ. μέρμιθα …   Dictionary of Greek

  • μερμιθουργείο — το εργαστήριο στο οποίο κλώθεται η μέρμιθα, σχοινοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερμιθουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • μιρμίδι — το λεπτή χρυσή κλωστή νήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμις, ιθος (βλ. μέρμιθα) «σχοινί, σπάγγος» + υποκορ. κατάλ. ίδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”